- σωματολογία
- Η επιστημονική παρακολούθηση και εξέταση των μεταβολών τις οποίες γνωρίζει το σώμα εξωτερικά με το πέρασμα της ηλικίας, κυρίως ως την ενηλικίωση.
Στην ανθρωπολογία, σ. ονομάζεται κυρίως ένας κλάδος της που μελετά τις διάφορες μορφές του σώματος του ανθρώπου, σ’ ό,τι αφορά τα μαλακά του μόρια. Η σ., ανάλογα με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί, χωρίζεται σε τρεις κλάδους, τη σωματογραφία, τη σωματομετρία και τη σωματοσκοπία. Η σ. είναι επιστήμη τελείως διαφορετική από την ανατομία. Η ανατομία μελετά ένα καθορισμένο άτομο, ενώ η σ. ομάδες ανθρώπων.
* * *η, Νανθρωπολ. κλάδος τής ανθρωπολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatology < σώμα, σώματος + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].
Dictionary of Greek. 2013.